- μετακόμιση
- η (ΑM μετακόμισις) [μετακομίζω]μεταφορά πραγμάτωννεοελλ.αλλαγή κατοικίας, μετοίκηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μετακόμιση — η 1. μεταφορά από ένα μέρος σε άλλο: Το ύφασμα του καναπέ σκίστηκε κατά τη μετακόμισή του στο νέο διαμέρισμα. 2. αλλαγή κατοικίας ή τόπου κατοικίας: Η μετακόμιση θα γίνει στην αρχή του καλοκαιριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετακομίσῃ — μετακομίσηι , μετακόμισις transporting fem dat sg (epic) μετακομίζω transport aor subj mid 2nd sg μετακομίζω transport aor subj act 3rd sg μετακομίζω transport fut ind mid 2nd sg μετακομίζω transport aor subj mid 2nd sg μετακομίζω transport aor… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακομίσηι — μετακόμισις transporting fem dat sg (epic) μετακομίσῃ , μετακομίζω transport aor subj mid 2nd sg μετακομίσῃ , μετακομίζω transport aor subj act 3rd sg μετακομίσῃ , μετακομίζω transport fut ind mid 2nd sg μετακομίσῃ , μετακομίζω transport aor subj … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακομιστικός — ή, ό (Α μετακομιστικός, ή, όν [μετακομίζω] αυτός που κάνει μετακόμιση, μεταφορά φορτίου νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μετακομιστικά η δαπάνη που απαιτείται για τη μετακόμιση … Dictionary of Greek
αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… … Dictionary of Greek
αποσκευή — η (ΑΜ ἀποσκευή) συνήθ. στον πληθ. βαλίτσες, δέματα κ.λπ. που περιέχουν τα αναγκαία για ταξίδι αρχ. 1. μετακόμιση, μεταφορά 2. οικιακά σκεύη 3. ακαθαρσία, αποπάτημα … Dictionary of Greek
διακομιδή — η (Α διακομιδή) [διακομίζω] μεταφορά, διακόμιση, μετακόμιση νεοελλ. φρ. «διακομιδή τραυματιών» η μεταφορά τραυματιών από την πρώτη γραμμή στα μετόπισθεν … Dictionary of Greek
διοίκισις — διοίκισις, η (Α) [διοικίζω] μετοίκηση, μετακόμιση … Dictionary of Greek
θεωρίς — θεωρίς, ίδος, ἡ (Α) [θεωρός] 1. το πλοίο που ανήκε στην ιερά πομπή και χρησιμοποιούνταν για την αποστολή τών θεωρών ή για μετακόμιση και παραλαβή προσώπων και χρημάτων που ανήκαν στην υπηρεσία τής πόλεως 2. το πορθμείο τού Χάρωνος 3. στον πληθ.… … Dictionary of Greek
κουβάλημα — το (Μ κουβάλισμα) 1. μεταφορά αντικειμένων ή προσώπων από ένα μέρος σε άλλο, μετακόμιση 2. συνεκδ. μετοίκηση, μετοικεσία, αλλαγή τόπου διαμονής 3. απρόσκλητη και αιφνίδια άφιξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουβαλώ. Ο τ. κουβάλισμα < κουβαλώ με επίδραση… … Dictionary of Greek